-
1 ἐπ-εις-βάλλω
ἐπ-εις-βάλλω (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.
См. также в других словарях:
επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… … Dictionary of Greek